-
1 παταγέω
Aπατάγεσκον Alc. Supp.25.9
:— clatter, clash, of the sharp loud noise caused by the collision of two bodies, Ar.Nu. 378sq. ; ; of Bacchants, Pratin.Lyr.1.3 ; τὼ δὲ πίθω πατάγεσκ' ὀ πύθμην Alc.l.c. ; of the sea, dash, plash, Theoc.22.15 ; chatter, as birds, S.Aj. 168 (anap.) ;ὁ κόττυφος ἐν μὲν τῷ θέρει ᾄδει, τοῦ δὲ χειμῶνος παταγεῖ Arist.HA 632b17
; gnash, as teeth, Philostr.Im.1.28 : prov., καλὰ δὴ παταγεῖς well hit! prob. from the game described under πλαταγών, Ar.Fr. 116.II trans., τύμπανα π. beat drums, Luc.Syr.D.50 :—[voice] Pass.,αἷς ἔντεα παταγεῖται Lyr.Adesp.121
;ἐπαταγεῖτο Luc. Tim.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παταγέω
См. также в других словарях:
παταγώ — έω, Α [πάταγος] 1. κάνω πάταγο, εκπέμπω ισχυρό κρότο («παταγεῑ δ εὐρεία θάλασσα», Θεόκρ.) 2. (για πτηνά) κρώζω, κραυγάζω θορυβωδώς («ὁ κόττυφος ἐν μὲν τῷ θέρει ᾄδει, τοῡ δὲ χειμῶνος παταγεῑ», Αριστοτ.) 3. (σχετικά με τα δόντια) τρίζω 4. κάνω κάτι … Dictionary of Greek